- μονοτάξιος
- -α, -ο1. (για σχολή) αυτός που έχει μία τάξη, αυτός στον οποίο η φοίτηση διαρκεί ένα έτος («μονοτάξιο τεχνικό σχολείο»)2. φρ. «μονοτάξιο δημοτικό σχολείο» — δημοτικό σχολείο στο οποίο όλοι οι μαθητές διδάσκονται από έναν δάσκαλο στην ίδια αίθουσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -τάξιος (< τάξη), πρβλ. πολυ-τάξιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Χρ. Παπαμάρκου].
Dictionary of Greek. 2013.